στραγγαλιστής

στραγγαλιστής
ο, θηλ. στραγγαλίστρια, Ν
1. αυτός που θανατώνει κάποιον με στραγγαλισμό
2. φρ. «στραγγαλιστής τής αλήθειας» — αυτός που διαστρεβλώνει, που παραποιεί την αλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στραγγαλίζω. Η λ. στραγγαλιστής μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στραγγαλιστής — ο αυτός που στραγγαλίζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λόντος, Τζιμ — (Κουτσοπόδι Άργους 1896 – ΗΠΑ 1975). Ελληνοαμερικανός επαγγελματίας αθλητής της ελεύθερης πάλης. Το οικογενειακό του όνομα ήταν Χρήστος Θεοφίλου, το οποίο άλλαξε όταν εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ –σε νεαρή ηλικία– και επιδόθηκε στο αγώνισμα της πάλης.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”