- στραγγαλιστής
- ο, θηλ. στραγγαλίστρια, Ν1. αυτός που θανατώνει κάποιον με στραγγαλισμό2. φρ. «στραγγαλιστής τής αλήθειας» — αυτός που διαστρεβλώνει, που παραποιεί την αλήθεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < στραγγαλίζω. Η λ. στραγγαλιστής μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.